ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ
Α. ΣΚΟΠΟΙ, ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
1. Σύμφωνα με άρθρο 3, παράγρ. 1 του Καταστατικού της ΕΛ.ΕΤ.Ε., η Εταιρεία αποβλέπει στην προαγωγή της μελέτης των Εθνολογικών και Ανθρωπολογικών επιστημών και κάθε άλλης συναφούς επιστήμης. Αντικείμενό της δηλ. έχει την επιστημονική θεώρηση του συνόλου των φαινομένων, εκδηλώσεων και γεγονότων (πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών κλπ.) που δίνουν τη μορφή και το περιεχόμενο στον πολιτισμό του ανθρώπου ως μέλους της κοινωνίας και ως μέλους ευρύτερων ομάδων, εθνοτήτων και εθνών. Η σπουδή λοιπόν κλιμακώνεται από τη μελέτη της Εθνολογίας, της Πολιτισμικής και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ως τη μελέτη της Εθνοϊστορίας, της Ιστορικής Ανθρωπολογίας, της Ιστορίας των Νοοτροπιών, της Εθνογλωσσολογίας, της Ανθρωπολογικής Λαογραφίας, της Πολιτισμικής Οικολογίας και της Φυσικής Ανθρωπολογίας με έμφαση στην Κοινωνιοβιολογία και στην Ανθρωπολογική Ταξινόμηση.
2. Η Εθνολογία, σε συνδυασμό πάντα με την Ανθρωπολογία, όπως την αντιλαμβάνεται η Εταιρεία, είναι επιστήμη ταυτόχρονα ανθρωπιστική και κοινωνική. Επιστήμη που αντανακλά το βαθύτατο ενδιαφέρον του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του συγχρονικά και διαχρονικά. Την προσπάθεια αυτή οργανώνει ο άνθρωπος σε εθνολογική και ανθρωπολογική γνώση, που περιεχόμενό της έχει την ανάλυση και ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας, σε συνάρτηση με τα ερωτήματα που θέτει κάθε εποχή σχετικά με τον εαυτό της. Από τη σκοπιά αυτή η μελέτη της δεν αποτελεί μια στατική ακαδημαϊκή απασχόληση αλλά συνιστά μια ιδιαίτερα δυναμική επιστήμη μέσα από την προοπτική του χρόνου, του κοινωνικού και ιδεολογικού χώρου.
Η Εταιρεία αντιλαμβάνεται την Εθνολογία στη σφαιρικότητά της: είτε πρόκειται δηλ. για τη μελέτη και την ερμηνεία του πολιτισμού και της κοινωνίας είτε για τη διδασκαλία της είτε για την εκλαΐκευσή της, θεωρεί ότι απαρτίζει ένα αδιάσπαστο σύνολο, που τα μέρη του πρέπει να επικοινωνούν ελεύθερα και δημιουργικά. Η στεγανοποίηση των μερών δημιουργεί επικίνδυνες τάσεις απομονωτισμού, που έχουν αποτέλεσμα την αλλοίωση του νοήματος και της αποστολής της. Η Εταιρεία πιστεύει σε μια συστηματική Εθνολογική και Ανθρωπολογική επιστήμη, η οποία ξεπερνώντας τα ακαδημαϊκά πλαίσια θα εξακτινώνεται στον κοινωνικό χώρο, είτε σαν σχολική διδασκαλία είτε σαν υπεύθυνη εκλαϊκευση με απώτερο στόχο να φέρει τους λαούς τον ένα κοντά στον άλλο.
3. Οι επιστημονικοί προσανατολισμοί της Εταιρείας μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία:
α) Στον προβληματισμό πάνω στην Εθνολογία και στην Ανθρωπολογία ως ευρύτερων επιστημών του ανθρώπου.
β) Στην αντιμετώπιση των θεωρητικών και μεθοδολογικών προβλημάτων τους. Αφετηρία για το μεθοδολογικό και θεωρητικό προβληματισμό αποτελεί η άρνηση της απλής περιγραφικότητας. Η Εταιρεία είναι ανοιχτή στα πρωτοπόρα επιστημονικά ρεύματα και στις σύγχρονες μεθοδολογικές τάσεις (όπως τη δομική, τη δομολειτουργική, τη συγκριτική, τη στατιστική, τη θεωρία των συλλογικών νοοτροπιών και συνειδήσεων κλπ.) και τις καλλιεργεί σε πλαίσια διαλόγου και ελεύθερης κριτικής, χωρίς να δεσμεύεται από σχολές.
γ) Στη συμβολή της στο ξεπέρασμα των αδυναμιών που αντιμετωπίζει η επιστήμη στην Ελλάδα από την έλλειψη εργασιών υποδομής. Προς την κατεύθυνση αυτή προγραμματίζει σειρά εργασιών, όπως τη σύνταξη βιβλιογραφίας μελετών που αναφέρονται στην Ελλάδα, τον ευρετηριασμό εντύπων, την έκδοση αδημοσίευτων διδακτορικών και άλλων διατριβών, που έχουν εκπονηθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
δ) Στο σταδιακό άνοιγμα της στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Η έξοδος αυτή θα μορφοποιηθεί με τις επαφές και τη γόνιμη συνεργασία με άλλους ομοειδείς συλλόγους και με τη λήψη υπεύθυνων θέσεων απέναντι σε ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη της επιστήμης στην Ελλάδα. Γενικά, η Εταιρεία πρέπει σαν όργανο μελέτης να καθιστά την παρουσία της αισθητή όπου και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.
4. Οι δραστηριότητες της Εταιρείας πραγματοποιούνται: α) Με την έκδοση του περιοδικού «Εθνολογία» και αυτοτελών σειρών ή άλλων δημοσιευμάτων. β) Με προγραμματισμένες επιστημονικές ανακοινώσεις, διαλέξεις, παρουσιάσεις βιβλίων, οργάνωση συνεδρίων κλπ. γ) Με την ανάληψη επιστημονικών αποστολών (επιτόπια έρευνα κλπ.). δ) Με την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν την εθνολογία και την Ανθρωπολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και γενικά με ό,τι προάγει τους σκοπούς της Εταιρείας.
5. Η Εταιρεία ιδρύθηκε από νέους ανθρώπους (πτυχιούχους, μεταπτυχιακούς σπουδαστές, διδάκτορες, ερευνητές κ.ά.). Παραμένει λοιπόν πάντα σαν αίτημα η επαφή με τους νέους και η προσέλκυσή τους στην Εταιρεία, χώρο φροντιστηριακό και ερευνητικό, που φιλοδοξεί μέσα στα πλαίσια ισότιμης συνεργασίας να συμβάλει στη διαμόρφωση συνειδητών επιστημόνων.
Μέλη της εταιρείας γίνονται εκείνοι που με τα ενδιαφέροντά και την επιστημονική τους δράση συμφωνούν με τους σκοπούς και το πνεύμα της Εταιρείας.
Β. ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
6. Προκειμένου να αποφευχθεί η διαμόρφωση προσωποπαγών καταστάσεων και για την εύρυθμη λειτουργία της Εταιρείας καθορίζονται τα ακόλουθα:
α) Η συμμετοχή των μελών της Εταιρείας στο Διοικητικό Συμβούλιο περιορίζεται σε δύο συνεχείς θητείες. Τα μέλη έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν εκ νέου στο Διοικητικό Συμβούλιο μετά την πάροδο διετίας.
β) Για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα διοίκησης της Εταιρείας το Διοικητικό συμβούλιο επιφορτίζεται με την υποχρέωση εκπαίδευσης μελών της Εταιρείας στα διοικητικά καθήκοντα. Προς τούτο οι συνεδρίες του διοικητικού συμβουλίου είναι ανοικτές στα μέλη της Εταιρείας που επιθυμούν να τις παρακολουθήσουν.
γ) Για την ευκολότερη εξάλλου διεκπεραίωση του έργου του Γεν. Γραμματέα και του Ταμία το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να διορίζει, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες, από μέλη της Εταιρείας με δήλωσή τους, ένα-δύο βοηθούς γραμματείς και ένα βοηθό ταμία, χωρίς δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο και επίσημης υπογραφής.
δ) Για την κάλυψη των δραστηριοτήτων της Εταιρείας το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει με βάση δηλώσεις συμμετοχής, τις αντίστοιχες επιτροπές και ομάδες εργασίας, οι οποίες λογοδοτούν στη Γενική συνέλευση. Οι επιτροπές αυτές μπορούν να ζητούν τη βοήθεια και μη μελών της Εταιρείας.
Ο Εσωτερικός Κανονισμός της Ελληνικής Εταιρείας Εθνολογίας εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των μελών την 29 Ιουνίου 1992.